ἐγεννήθημεν

ἐγεννήθημεν
γεννάω
beget
aor ind pass 1st pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίψημα — τὸ, ΜΑ [περιψώ] 1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ) 2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον… …   Dictionary of Greek

  • περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”